- πολυπικός
- -ή, -όν, ΜΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολύποδα τών βλεννογόνων2. φρ. «σπαθίον πολυπικόν» — χειρουργικό μαχαίρι για την αφαίρεση πολυπόδων (Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος, ποιητ. τ. τού πολύπους, -οδος].
Dictionary of Greek. 2013.